- σταμνοστάτης
- ο, Νειδικό έπιπλο ή κοίλωμα στον τοίχο, στο οποίο τοποθετείται πλαγιαστά η στάμνα για να διευκολύνεται το άδειασμα τού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάμνα + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. θερμο-στάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.